γνωστεύω

γνωστεύω
(Α γνωστεύω) [γνώστης]
Ι. πιστοποιώ, βεβαιώνω·|| νεοελλ. γνωστικεύω
II. παθ. γνωστεύομαι
νεοελλ.
βάζω γνώση, σωφρονίζομαι
αρχ.
επιβεβαιώνομαι, πιστοποιούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γνωστεύω — γνώστεψα, γίνομαι γνωστικός, συνετίζομαι: Παντρεύτηκε και γνώστεψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”